φουρνιστός

φουρνιστός
-ή, -ό
1. αυτός που ψήθηκε ή ετοιμάστηκε στο φούρνο: Σύκα φουρνιστά (αντίθ. λιαστά).
2. το θηλ. ως ουσ., φουρνιστή (βλ.λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φουρνιστός — ή, ό, Ν [φουρνίζω] 1. ψημένος στον φούρνο 2. το θηλ. ως ουσ. η φουρνιστή ναυτ. το κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για την στερέωση τού σκελετού τών πλοίων, η αστράβη …   Dictionary of Greek

  • φουρνάκιος — ία, ον, Α ψημένος στον φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + επίθημα άκιος (πρβλ. λατ. furnaceus)] …   Dictionary of Greek

  • φουρνίτης — ὁ, Α ψημένος σε φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. καμιν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φουρνιστή — η, Ν ναυτ. βλ. φουρνιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”